πάταγος

πάταγος
πάταγος: any loud sound of things striking together, crash of falling trees, chattering of teeth, dashing of waves, din of combat, Il. 16.769, Il. 13.283, Il. 21.9, 387.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πάταγος — clatter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάταγος — ο, ΝΜΑ δυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ ὀδόντων», Ομ. Ιλ. β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος») μσν. θόρυβος αρχ …   Dictionary of Greek

  • πάταγος — ο 1. θόρυβος, κρότος δυνατός. 2. μτφ., εντυπωσιακή είδηση, ζωηρή εντύπωση, έκπληξη: Έκανε πάταγο η ομιλία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατάγοιο — πάταγος clatter masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατάγοις — πάταγος clatter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατάγοισι — πάταγος clatter masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατάγοισιν — πάταγος clatter masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατάγου — πάταγος clatter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατάγους — πάταγος clatter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατάγων — πάταγος clatter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατάγῳ — πάταγος clatter masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”